- θαυμασιουργία
- θαυμασι-ουργία, ἡ,A jugglery. Philostr.VA6.10: metaph., λέξεως θ. wizardry of language, Phld.Rh.2.94 S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαυμασιουργία — θαυμασιουργία, ἡ (Α) 1. θαυματοποιία, ταχυδακτυλουργία ή μαγεία 2. φρ. «λέξεως θαυμασιουργία» μαγεία τής γλώσσας, τού λόγου (Φιλόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάσιος + ουργία (< ουργός < έργον), πρβλ. αμπελ ουργία (< αμπελ ουργός), υπ ουργία… … Dictionary of Greek
θαυμασιουργίας — θαυμασιουργίᾱς , θαυμασιουργία jugglery. fem acc pl θαυμασιουργίᾱς , θαυμασιουργία jugglery. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)